Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐφιάλτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφιαλτεία — ἐφιαλτεία και ἐφιαλτία, ἡ και ἐφιάλτιον, τὸ (Α) [εφιάλτης] βότανο που προστατεύει από τον εφιάλτη … Dictionary of Greek